|
ошибочный; неверный, неточный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ошибочный? — σφαλερός как на (ново)греческом будет слово неверный? — σφαλερός как на (ново)греческом будет слово неточный? — σφαλερός как с (ново)греческого переводится слово σφαλερός? — ошибочный, неверный, неточный — στράγγισμα — σωματιστικός — χαρτονόμισμα — ποδοπατώ — περιαδράχνω — οστεωδυνικός — δεκαστής — αναγελαστικός — σπυριάρης — λιανοτρέμω — ανενεργοποιώ — αποχινοπώρου — καλογερικός — αγγίζω — πεσιμιστικός — γλωσσόφωνο — διβάνι — μαρμαρόχτιστος — βλίτο — σκύλινος — συγκεντρικός |
|||