|
η мед. стетоскопия, выслушивание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стетоскопия? — στηθοσκόπηση как на (ново)греческом будет слово выслушивание? — στηθοσκόπηση как с (ново)греческого переводится слово στηθοσκόπηση? — стетоскопия, выслушивание — νέτα — υπανδρεύομαι — τσάκισμα — θάττον — νταλγκατζής — βερβερίζω — καψαλισμένος — δετή — υπερκαταναλωτισμός — βομβαρδιστής — μαζέττα — περιφερειάρχης — μουρμουρητό — πετριά — ταβερνάκι — τρισύλλαβος — ημίταγμα — κασσιτεροκόλληση — υδρομετρία — ξέθαμός — πικραίνομαι |
|||