|
публично #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово публично? — δημοσία как с (ново)греческого переводится слово δημοσία? — публично — ματσάκι — ξηγώ — επιτιμήτρια — κοτρώνι — παραπληρώνω — σκάρτο — σαλός — ψυχιατρικός — πλαγιά — ακρεοφάγος — αμύλωσις — εύφλεχτος — αρεστά — αριστερόκοσμος — σύζυγος — ξεδιαλύνομαι — άπαγε — ρητορισμός — φυσομανητό — Αραβίδα — θεολογικός |
|||