|
η мед., бот. лишай #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лишай? — λειχήνα как с (ново)греческого переводится слово λειχήνα? — лишай — δασωμένος — φοβάμαι — ζυγισμένος — γελαστικός — αρρενοπρεπής — φραγκολεβαντίνος — μονομεριάτικος — μπιστοσύνη — βίκα — αρχιναύκληρος — ευδιαθεσία — μυρωμένος — βιβλιομανής — δίπτωτος — πατινάδα — μαξιλαροθήκη — διερμηνεία — υποτροπή — κόμμι — αύρα — εδραίωση |
|||