|
имеющий два отверстия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово имеющий два отверстия? — δίτρυτος как с (ново)греческого переводится слово δίτρυτος? — имеющий два отверстия — διπλογραφία — αντιπολιομυελιτικός — ενδόσιμος — βουτηχτά — φήμη — αραθυμιά — αποκρυφτώ — βραδυπλοώ — περιχαράκωση — βαυκαλίζω — βιοκλιματολογία — προπαιδεύω — ασβολώ — υδατοποσία — επιδημικός — εφηβείον — κατηγορώ — επάγων — προβοσκιδοφόρος — μουσουργός — παρακυλάω |
|||