|
: γόρδιος δεσμός — гордиев узел #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово γόρδιος? — — φάρσωμα — σπόρκα — σκάπτω — συμβαίνει — προμήθεια — ξερολιθιά — ναυτόπαιδο — δίκωχος — απεμπολή — κλέβω — γραμμούλα — εξάντληση — κομμουνιστοσυμμορίτης — φαρμακείο — γιορτινός — Ευμενίδες — ανευφήμηση — λενινικός — μουγκαλίζομαι — αλμύρα — εις |
|||