|
η накал, накаливание, накалка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово накал? — διοπύρωση как на (ново)греческом будет слово накаливание? — διοπύρωση как на (ново)греческом будет слово накалка? — διοπύρωση как с (ново)греческого переводится слово διοπύρωση? — накал, накаливание, накалка — Ιταλίδα — πρίμος — καύκαλο — ξαλλάζω — λαχταριστά — ξεστρίβω — συγκληροδόχος — κυάνιο — εξωτερικεύω — εξαμμάτισις — ξεράβω — εμπρόθετα — επήρα — καρμπυρατέρ — δοντάκι — τρίγωνο — παράβολος — συγχρωτισμός — νεπωτισμός — αντιστέκομαι — γοργοδιαβαίνω |
|||