|
II τό 1) мальчик; 2) самец; 3) грам. мужской род #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мальчик? — αρσενικό как на (ново)греческом будет слово самец? — αρσενικό как на (ново)греческом будет слово мужской род? — αρσενικό как с (ново)греческого переводится слово αρσενικό? — мальчик, самец, мужской род — συναιτιότητα — επιβραχόνω — προτινός — παραβατικός — ζέβω — κακονυχτώ — παράβλαστος — υδατοκομία — ελεεινολογία — ανάμιχτα — σάζι — αρειμανίως — αμυλόπνευμα — κινηματογραφικός — δακρύβρεχτος — ασύρικτος — ζωολογικός — αποθαρρυντικός — τρισάθλιος — αηδονολάλημα — ξενερωμένος |
|||