Новогреческий словарь
τιμαλφής
τιμαλφ|ής
1.
драгоценный
;
2. мн.ч. :
τά ~ή — драгоценности
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
драгоценный
? —
τιμαλφής
как с
(ново)греческого
переводится слово
τιμαλφής
? — драгоценный
#
(ново)греческий словарь
—
τριήμερος
—
ατμοκίνητο
—
μηλίτης
—
ξεγλιστράω
—
διαγγελία
—
ανακτοβούλιο
—
ειδικά
—
ασφυξιογόνος
—
ζωοκλόπος
—
κουβεντιάζω
—
απριόρι
—
οργανωτής
—
στολοδρομία
—
σκίασμα
—
σιτεμπόριο
—
νάνος
—
βενζινοκίνητος
—
σακκουλεύομαι
—
γεννάδας
—
αλμυρούτσικος
—
ανευλάβειο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве