|
1. драгоценный; 2. мн.ч. : τά ~ή — драгоценности #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово драгоценный? — τιμαλφής как с (ново)греческого переводится слово τιμαλφής? — драгоценный — αίνιγμα — ανορθόγραφος — καταναγκάζω — ταπητουργός — ματζαφλάρι — τραγοπώγωνας — ασφοντύλι — γιουβετσάδα — αλληλοσκοτώνομαι — ακήδεστος — απαγγελία — είθισται — μαρινάρισμα — κελάρυσμα — αγίαση — καββαλισμός — βασκαντήρα — προάσκηση — ζυγολούρι — αποστειρωτήρας — παντοπωλείο |
|||