|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δεντρόφυτος? — — τουρίστρια — παρακυλώ — λεβεντονιά — συνιστώσα — έκθυμος — τουρκομερίτισσα — κολλούρι — αναρχούμαι — κατάπλωρα — υαλουργός — κορυκεύω — επτάγωνος — συνεφαπτομένη — γαμπρούλης — κομπώνω — ακρωτήριο — πυροδιάσπαση — εγκεντρισμός — αναμίξ — νοικοκυροσύνη — δανεικός |
|||