|
(αόρ. έμελψα) петь, исполнять (чаще хором) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово петь? — μέλπω как на (ново)греческом будет слово исполнять? — μέλπω как с (ново)греческого переводится слово μέλπω? — петь, исполнять — νεροβράζω — θεότητα — αφρόντιστα — αυλακώτρα — βενζινάροτρον — σόδημα — συμπυροβόληση — πλακίδιο — ενθουσιών — τότε — σμάραγδος — αναχωρητήριον — πεζογραφικός — ιοντώ — δικηγορώ — εξαγόρευση — διαδραστικός — ριπίδιον — ατιμαστικός — ψωμοτύρι — ταυρομαχικός |
|||