|
филос. монистический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово монистический? — ενιστικός как с (ново)греческого переводится слово ενιστικός? — монистический — ορχηστικός — στραβολαιμιάζομαι — φουρμάζω — ανακλητικός — όζαινα — απρονόητος — μικροχώρι — ξεσκούντημα — φουκαριάρικος — ατμόμυλος — επισήμασμα — πλεξούδα — γορίλλας — παστός — κυβικότητα — κουτουρού — κατακάθομαι — αποκλήρωση — συγχρονίζω — προφέσσορας — τραπεζάκι |
|||