|
верхом #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καβάλα? — — ξεκαπακώνω — ψιμυθιολόγος — ξανθός — αστειεύομαι — στοίβαγμα — ράπτης — καταστάλαγμα — καραβόσκαρο — ορχήστρα — ιδρύω — ξυλοφαγάς — αντρογυναίκα — ετάθην — ανταρθριτικός — κολλυβισμός — χελώνειος — φορολογητέος — ευλογιώ — κιοτής — μάντιλο — υπενδύτης |
|||