επιτροπεύσιμ|ος

формы словаβ
επιτροπεύσιμ|ος
подлежащий опеке



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово подлежащий опеке? — επιτροπεύσιμος
как с (ново)греческого переводится слово επιτροπεύσιμος? — подлежащий опеке


περιβρέχομαισφιχταγκαλιάζωκατρακυλάωανταπόδοσηνεραντζιάκαλ(ο)-κατακόπτωαντιαλγικόςκλειδαριάβοσκάρισσαφιλέαυθεντικότηταπερίοικοςδιβάνιανάλλαγοςτετραδιάτικοςκάμπτομαιαυτογενήςελαιοδιαχωριστήραςγώνιασμακλοψούρα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit