|
подлежащий опеке #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подлежащий опеке? — επιτροπεύσιμος как с (ново)греческого переводится слово επιτροπεύσιμος? — подлежащий опеке — περιβρέχομαι — σφιχταγκαλιάζω — κατρακυλάω — ανταπόδοση — νεραντζιά — καλ(ο)- — κατακόπτω — αντιαλγικός — κλειδαριά — βοσκάρισσα — φιλέ — αυθεντικότητα — περίοικος — διβάνι — ανάλλαγος — τετραδιάτικος — κάμπτομαι — αυτογενής — ελαιοδιαχωριστήρας — γώνιασμα — κλοψούρα |
|||