Новогреческий словарь
ισοζύγιο
ισοζύγιο
το 1)
равновесие
;
2) фин.
баланс
;
εμπορικό ~ — торговый баланс
;
τό ~ πληρωμών — платёжный баланс
;
παθητικό (ενεργητικό) ~ — пассивный (активный) баланс
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
равновесие
? —
ισοζύγιο
как на
(ново)греческом
будет слово
баланс
? —
ισοζύγιο
как с
(ново)греческого
переводится слово
ισοζύγιο
? — равновесие, баланс
#
(ново)греческий словарь
—
ράγιση
—
μικροτηλέφωνο
—
ξεμπρατσώνομαι
—
φαφλατάρω
—
διαμφισβητούμενος
—
λιόξανθος
—
ξεχνιούμαι
—
πρωτοφανής
—
μαντεμένος
—
κοντολαίμης
—
διάπηγμα
—
πανωσέντονο
—
δαφνοστεφανωμένος
—
αμμωνοειδή
—
στεάτωση
—
κλωστοϋφαντουργικός
—
λυμεών
—
κατεπειγόντως
—
υδροξείδιο
—
εξευγενίζω
—
εκφοβητικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве