|
копия (кого-л.); είναι ~ ο πατέρας του — [phrase]он весь в отца, он копия (своего) отца[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово копия? — φτυστός как с (ново)греческого переводится слово φτυστός? — копия — ατσάλωμα — σαγονού — διάλευκος — γουρουνοασβός — σχοινάκι — γρυπός — υδροξύλιο — ίασπις — φτωχογειτονιά — επικυρτώ — προσήλωση — λιχουδεύομαι — χάρτης — ποδιά — πηχτή — τυπογραφία — λειβαδοπέρδικα — ενυδρίδα — κίρρωσις — φουφού — ζωοφυσική |
|||