|
завязанный узелками #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово завязанный узелками? — κομπωτός как с (ново)греческого переводится слово κομπωτός? — завязанный узелками — άξια — λαουτιέρης — χλωροφύλλη — κουκούλλωμα — συριά — ανεμολογία — πελαγίζω — γαιοκτησία — βιβλιεκδότρια — ανεράιδα — ασκάλωτος — δούμα — άρχων — τεσσαροκάντουνος — αχαμνά — παράκουσμα — ευδοκώ — εμφρακτήρ — απονίπτομαι — φερετροποιείο — εξευμενισμός |
|||