|
ο 1) ист. лучник; 2) (Т.) Стрелец (созвездие) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лучник? — τοξότης как на (ново)греческом будет слово Стрелец? — τοξότης как с (ново)греческого переводится слово τοξότης? — лучник, Стрелец — γυψοποιός — αστρικός — δωδεκαπλούς — αυτοδιέγερση — προβιβάζω — αγγελογραμμένος — πυροτέχνημα — σημαδεύω — εφοδιασηκός — κρητιδικός — αλβανόπνευστος — νιτρώδης — ψαρόλαδο — προστυχούλης — εξάδιπλος — δρομέας — αριστερόθεν — ψηφιδωτός — δραχμικός — πλαστότητα — ανεγνώριγος |
|||