|
, ~ίον τό бот. гладиолус, шпажник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гладиолус? — ξίφιον как на (ново)греческом будет слово шпажник? — ξίφιον как с (ново)греческого переводится слово ξίφιον? — гладиолус, шпажник — ανεξάλειπτα — προστιμάρω — μουγγός — βαμένος — εκταφή — κατακαλόκαιρα — χρεωλυτικός — λασκάρισμα — στρεμμοτικός — τυλίγομαι — τρεμούλιασμα — αυτοτιμωριέμαι — ανεμογραφία — γυρωτριγύρω — υπερμοιρία — τριτεγγυώμαι — ρυγχοειδής — παγανιστής — ρασιστής — λυσσαλέος — Βατοπέδι |
|||