|
коллоидальный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово коллоидальный? — κολλοδιούχος как с (ново)греческого переводится слово κολλοδιούχος? — коллоидальный — κτήμα — παρατήρημα — ντερέμπεης — πηδαλιουχούμενον — σπουδασμένος — αχρειεύω — βάβω — μπουζουκτσής — Θεσσαλή — ψιμύθιο — αυχενικός — λιθοκέραμος — δραστήριος — συσσωμάτωση — απέθανα — κηπευτικός — λαμπικαρισμένος — αποτίλλω — διέζευξα — νεβρίς — ταπεινωτικώς |
|||