Новогреческий словарь
λαβωμένος
λαβωμέν|ος
раненый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
раненый
? —
λαβωμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
λαβωμένος
? — раненый
#
(ново)греческий словарь
—
καθαρτήρας
—
απαρση
—
νηπιοκόμος
—
ιπποφαγία
—
αγκιστρο
—
φλεγματικός
—
Λαμπρή
—
ιονοθεραπεία
—
γύμνωση
—
χιονοσκεπασμένος
—
αλόμετρον
—
ελεγεία
—
λιπαντικά
—
λάβρος
—
ακανθοειδής
—
αδρόσιστος
—
πρωτοβάθμιος
—
μπορεσάμενος
—
ημερολογιακός
—
φατρία
—
ωριμότητα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,