|
раненый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово раненый? — λαβωμένος как с (ново)греческого переводится слово λαβωμένος? — раненый — λαίλαψ — διάφεγγος — προθεματικός — λίβρα — σπειραματοσκλήρυνση — εκτελωνίζω — αναμετρούμαι — αθωώνω — σφυρώ — κονσουμασιονίστα — κεφαλιά — γόμφος — κοιμητήριο — δυσκατόρθωτος — άπτιλος — αλκοολούχος — αρχιθησαυροφύλακας — πεσιά — πωλητής — ανιχνευτικό — ψιττακός |
|||