Новогреческий словарь
μυρικιά
μυρικιά
η
тамариск
(растение)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
тамариск
? —
μυρικιά
как с
(ново)греческого
переводится слово
μυρικιά
? — тамариск
#
(ново)греческий словарь
—
τηλεαυτοματική
—
ισχυροποιώ
—
δρομογράφος
—
δύσμοιρος
—
κοντραμπάντο
—
εκλαμπρότατος
—
μούδιασμα
—
αζούλητος
—
μεγαλόσταυρος
—
παλμικός
—
προασφάλιση
—
αντικρυστός
—
ερίς
—
αδικος
—
αστροβολιά
—
επιστρόφια
—
ομωνυμία
—
μήκων
—
άφρων
—
τελειωτικός
—
βλεφαρόσπασμος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω