|
το завод(__,__) изготовляющий гильзы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово завод, изготовляющий гильзы? — καλυκοποιείο как с (ново)греческого переводится слово καλυκοποιείο? — завод, изготовляющий гильзы — σκυλοκέφαλος — ξεπάγωμα — εδώθες — αναντιάζω — αχνόφεγγο — σφαγιαστής — μηδικός — ώχρινος — ξανθοφύλλη — παραμάγερας — μολοσσός — σχολαστικότητα — απεριόριστο — εωθινόν — προσταγή — σάρος — συγκεκριμενοποιούμαι — προΐσταμαι — αλατωρύχος — γενναιόδωρα — αμυδρώς |
|||