|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μαλαστούπα? — — απογεματίζω — καταδαμάζω — κοψοχείλης — παραπεταγμένος — ραντιέρης — προσηλυτίσιμος — καταξοδεύω — άζήλευτος — μπρίκι — αποσπέρισμα — σμπαράλια — παρεμποδίζω — ανοίγω — ανθοδεσία — επανεκλέγω — τριποδισμός — απριόνιστος — χόντρος — αστυφιά — βόρβορος — έμμεσος |
|||