|
(αόρ. αποξέχασα) совершенно забывать; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово совершенно забывать? — αποξεχνώ как с (ново)греческого переводится слово αποξεχνώ? — совершенно забывать — προύντζινος — τηλεπαθητικός — τραπεζικός — πλημμυροπαθής — καστροφύλακας — μισοσκότεινος — ψεύτικος — αλατωρυχία — ύπατος — αλογία — αιμόστασια — στοματού — χείλος — φωρατής — επικρίνω — στια — προθυμία — βοδόμυγα — αραχνιάζω — φωτοχημεία — τελωνοφυλακή |
|||