|
προστ. от είναι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово έσο? — — σταφιδίνη — ουτιδανότης — αποστρατεύω — λαπαδιασμένος — αξεπούλητος — σεξουαλικός — ετεροκλινής — αγγελοπρόσωπος — παξιμαδάκι — υποδέχομαι — εποστράκισμα — αυτοκρατορικώς — υπόθαλψη — αρπάχτρα — ζερβός — καψάλα — διαρροή — μακαριώτατος — μπομπότα — λιχνιστικός — άνυσμα |
|||