|
приложенный, прилагаемый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово приложенный? — συνημμένος как на (ново)греческом будет слово прилагаемый? — συνημμένος как с (ново)греческого переводится слово συνημμένος? — приложенный, прилагаемый — αστρικός — αριώνω — ανεπιτηδειότητα — παρεννόησις — μόρον — περηφάνια — σφαιρωτός — ελατοσίδηρος — ξεσκούριασμα — γκόσσισμα — χρυσοκόμης — Ανταρκτική — υποσυνείδητο — αμφικάλυμμα — προσθαλασσώνομαι — βοτανολόγος — ελεγκτήρας — φιλέκδικος — σελιδοποιητής — αποπροσανατολισμός — ξέγνοιαστα |
|||