Новогреческий словарь
μαστιχόρρακο
μαστιχόρρακο
το
раки(__,__) креплённое мастикой
(смолой)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
раки, креплённое мастикой
? —
μαστιχόρρακο
как с
(ново)греческого
переводится слово
μαστιχόρρακο
? — раки, креплённое мастикой
#
(ново)греческий словарь
—
αδιάρρηκτος
—
ωφελιμοκρατία
—
διαξιφιστής
—
εγγλύφω
—
μαρκάρω
—
ακριβοτάιστος
—
κτενίζω
—
πελαγίσιος
—
αγουρούτσικος
—
κομματιάζομαι
—
απτός
—
φράγουλα
—
αλωτός
—
ακέφαλος
—
απόγραφο
—
αντεφορμώ
—
βαμβακουργείον
—
δαιμονιακό
—
γαλακτοβουτυρόμετρο
—
αγκρίνιαστα
—
ερεβινθώδης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,