|
το раки(__,__) креплённое мастикой (смолой) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово раки, креплённое мастикой? — μαστιχόρρακο как с (ново)греческого переводится слово μαστιχόρρακο? — раки, креплённое мастикой — χθεσινός — στιγμιογράφηση — ρολάρω — μιαουρίζω — άθεη — φιστικάς — καυκιά — πυτίνη — τηλεγραφώ — ανατροπέας — μισοχορτασμένος — κερδίζω — ξελουρίζω — ψιλικό — καυχησιάρης — πολυσαρκία — τριμηνία — τσιτσυρίζω — ξηροστομία — μαλακανδρέας — υδροβιολογικός |
|||