Новогреческий словарь
στηθοδέρνομαι
στηθοδέρνομαι
(αόρ. (ε)στηθοδάρθηκα )
бить себя в грудь
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
бить себя в грудь
? —
στηθοδέρνομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
στηθοδέρνομαι
? — бить себя в грудь
#
(ново)греческий словарь
—
κεφαλικός
—
φτερούγισμα
—
γλειμμένος
—
φαλίδωμα
—
πολυακόρεστος
—
βαθούλωμα
—
ρατσιστής
—
χαλυβοειδής
—
γυαλί
—
μίανσις
—
χάιδι
—
αποκρισιάριος
—
βύρσινος
—
καλομιλάω
—
αδημιούργητος
—
απόλυτα
—
άσφαλτωνω
—
χειράμαξα
—
δασοτέχνης
—
τεσσαρακονθήμερος
—
ναυλομεσιτικά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве