|
бить себя в грудь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бить себя в грудь? — στηθοχτυπιέμαι как с (ново)греческого переводится слово στηθοχτυπιέμαι? — бить себя в грудь — συγχώνευση — φούλι — θωρηκτός — επιστολή — μηλοζελές — μωρουδίστικος — κυτταρινικός — αδενικός — μπερμπάντικος — αναισθησία — μινύρισμα — λαρυγγοπληξία — απαλλάσσω — σπουδαιοφάνεια — ψωμοζητώ — ευάρεστος — επιστήμη — σπειραματονεφρίτιδα — αποκάλυψη — ανάπλασμα — γλυμίζω |
|||