|
η мед. спондилит #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово спондилит? — σπονδυλίτιδα как с (ново)греческого переводится слово σπονδυλίτιδα? — спондилит — ακανθοβόλος — υπερυπουργείο — ζαβιά — τέννις — δειλινό — ντουζένι — αίνιγμα — αναφούφουλος — εύπεπτος — παραγάδι — αδολίευτος — αναβλητέος — μασκάρω — φευγάτος — εγγίζω — εγχείρηση — μπλου — Αργεντινέζα — κακόβολος — φθείρω — ησυχασμός |
|||