|
η 1) господство; 2) ист. сюзеренитет #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово господство? — επικυριαρχία как на (ново)греческом будет слово сюзеренитет? — επικυριαρχία как с (ново)греческого переводится слово επικυριαρχία? — господство, сюзеренитет — μυροπώλης — σιωπαίνω — κρύπτω — πετρότοπος — εργοστάσιο — καύσος — αποφυλλίζω — γερμανομάθεια — αντιατομικισμός — αποδυναμωτικός — διπολικός — κοπάνα — μύθευμα — εννεαπλασιάζω — τελάρο — παραγνωρίζομαι — μαθουσάλας — στερεογραφικός — πευκόδασος — διαμάντι — βαφείο |
|||