ενυπόστατος

формы словаβ
ενυπόστατος



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ενυπόστατος? —


βαρκάκιεκστομίζωισχυρογνωμώψάρευμααχάραγααπαργύρωσηαδιάκριτοςθωπευτικάβυζάστριααποστολικάμαστιχοφόροςεπανεξάγωσινάπισμακαλυτέρευσηβιδέλλοφραγκόπαπαςανανταπόδοτοςκυανόσιδεράδικοοπλίτηςκυνόδοντας




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit