|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ενυπόστατος? — — βαρκάκι — εκστομίζω — ισχυρογνωμώ — ψάρευμα — αχάραγα — απαργύρωση — αδιάκριτος — θωπευτικά — βυζάστρια — αποστολικά — μαστιχοφόρος — επανεξάγω — σινάπισμα — καλυτέρευση — βιδέλλο — φραγκόπαπας — ανανταπόδοτος — κυανό — σιδεράδικο — οπλίτης — κυνόδοντας |
|||