|
ο водопроводная труба #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово водопроводная труба? — υδαταγωγός как с (ново)греческого переводится слово υδαταγωγός? — водопроводная труба — εγήρασα — χρυσοειδής — πολεμική — ζωφόρος — αψιχάλιστος — δικτατορικός — σκώρ — ρωγοβύζι — ευκολομεταχείριστος — παραφυσώ — μονοατομικός — αχτιδικός — αιθεροβάμων — ψιψιρίζω — λυσσιάρα — μουράγιο — παρόν — αργυρίτις — μοοσοολμάνος — εκκρουση — δευτερεύων |
|||