|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανεμογεννήτρια? — — Σκανδιναυή — σύγκλητος — ανυψωτικός — φαγεδαινώδης — σιλανσιέ — ποτήρι — ακάκιωτος — φήμη — θάρρεμα — καδρόνι — αφαντασίαστος — δέκα — αρτεσιανό — κοινοβουλευτισμός — φιλελληνισμός — επάρκεια — ξυλοπόδαρο — νεάζω — αλίπαστος — ακόνη — γανοειδής |
|||