|
(αόρ. εξέγραψα, παθ. αόρ. εξεγράφην) вычёркивать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вычёркивать? — εκγράφω как с (ново)греческого переводится слово εκγράφω? — вычёркивать — αγωγιάτισσα — βληματαποθήκη — ήσκιωμα — τσιριχτό — πυροσβεστήρας — δεντρόκηπος — διασκεδάστρια — διαλυτήριο — αστρέχα — μοιρολόι — καθαρτήρας — συντροφιά — εγκολλώ — απαρχή — αντισυνιστω — λιξεύω — βροντοχτυπάω — διέδυν — βενετικός — γελαστικά — αντρικός |
|||