|
η отсутствие обуви на ногах #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отсутствие обуви на ногах? — ξυπολυσιά как с (ново)греческого переводится слово ξυπολυσιά? — отсутствие обуви на ногах — περικόβω — ελληνολατρία — ρεφορμισμός — συζυγία — ανεξόφλητος — επτάπυλος — θρασομάνι — ελαιοδεψία — δανείστρια — δίκωχος — ρυπαντικώς — τυμπανισμός — ιχνοστοιχείο — γλυκοκουβέντο — νύκτιος — πίκκολο — εξαρμόζω — υποθήκη — βαθμονομία — αποτελμάτωση — εμβρυοφθόρος |
|||