|
ο решето #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово решето? — αριολόγος как с (ново)греческого переводится слово αριολόγος? — решето — ηλιογραφικός — λόξας — ευκλεής — δικηγορία — ιχθυοπώλις — ψιλοκάμωμα — Γλυφάδα — συνδυαστικός — ανισοπαχής — αρχιμάγειρας — περιποιητικότητα — σταλίστρα — καλέ — ευσταθεί — ανάδεση — εναερίως — αργολόγημα — ετυμολόγημα — ανακαινιστικός — κασίδης — πλούμισμα |
|||