|
το в разн. знач. болеро #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово болеро? — μπολερό как с (ново)греческого переводится слово μπολερό? — болеро — ζαλικώνομαι — χαοτικό — ζίζυιρον — πυρεκβόλος — εκμαρτύριο — μηνύτρια — ερώτημα — σωληνώνω — ηλεκτροενέργεια — επηρμένος — νεοκλασσικισμός — αξιομίσητος — σαπουνάς — εγγονός — ντρέπομαι — διαντίδραση — κυλίνδρισμα — σιωπηρός — δέκατο — απορρίπτω — δρω |
|||