|
штукатурить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово штукатурить? — σουβαντίζω как с (ново)греческого переводится слово σουβαντίζω? — штукатурить — ιεροεξεταστής — μετοικισμός — παρορεξία — αρχιμουσικός — ποζάρω — σκαπτικός — νερουλιάζω — θεονήστικος — λουσμένος — επιπλοποιείο — συγχωρητικόν — πλακούντας — μπέρδεμα — κρυσταλλοδίοδος — ροδοπέταλο — αλαφροκούκουλος — αδάκρυτος — μπαγκατέλλα — χιλίαρχος — σκυροδετώ — νεκροσέντονο |
|||