|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αυξητικό? — — ισχιαδικός — ρέπω — κουδουνιστός — γερνάω — ξέθαμα — νά — ηρανθές — ανθρωπολογία — νικέλιο — πνευστιώ — φωταγωγικός — αστάχυ — αθρησκία — μελιτζάνα — πίκρισμα — καζάνεμα — τετραπέρατα — διαφθορέας — κλύσις — αποσύρομαι — αποξηραίνομαι |
|||