|
1. глупенький; 2. (о) глупыш #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово глупенький? — αγοθούλης как на (ново)греческом будет слово глупыш? — αγοθούλης как с (ново)греческого переводится слово αγοθούλης? — глупенький, глупыш — εκκρούω — μονοκύτταρος — πεθαίνω — λενινιστικός — οινοπωλείο — μπαρουτόσκαγα — απροίκιστος — άλως — φρουτοχυμός — σπερματοβλάστη — πεφωτισμένος — χορτοφαγικός — λυχνίον — νεαρότητα — αντεκδικητικός — μπαχτσεβάνος — αρθρίτης — ομφαλίτις — επιτεγίς — σκωληκοτροφία — χέρα |
|||