Новогреческий словарь
αγκυροβόληση
αγκυροβόληση
η мор. 1)
отдача якоря
;
2)
причаливание
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
отдача якоря
? —
αγκυροβόληση
как на
(ново)греческом
будет слово
причаливание
? —
αγκυροβόληση
как с
(ново)греческого
переводится слово
αγκυροβόληση
? — отдача якоря, причаливание
#
(ново)греческий словарь
—
εισαγώγιμος
—
σχόλαση
—
πρεσβυτέρα
—
υποδηματοκαθαριστήριο
—
γειτονιά
—
φυσιοδιφικός
—
θεοδόλιχος
—
κοτσαύτης
—
εμποροϋπάλληλος
—
στάγμα
—
αφακέλλωτος
—
μπακαλάος
—
φασόλα
—
ασυμβούλευτος
—
κοιμίσης
—
επ'αυτοφώρω
—
ρονιά
—
κατάλοιπο
—
δραματογράφος
—
ίγγλα
—
χαλίνωση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве