|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово παλικαριάτικο? — — δενδρόφυτος — συμβιβαστικότητα — μπέϊσσα — εκατόνταρχος — χειροτέχνημα — αυτοκρατορικά — ανεπρόκοβος — προσωπογραφία — αερόφρενο — συνδέω — χοντρομάγουλος — κατειργασμένος — μισοχρονής — φιλόπαις — θρονιάζομαι — μελιγγίτης — σκανδαλιστικός — ηώς — εσχατόγηρος — ενάρθρωση — πρόσρησις |
|||