παλικαριάτικο

формы словаβ
παλικαριάτικο



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово παλικαριάτικο? —


δενδρόφυτοςσυμβιβαστικότηταμπέϊσσαεκατόνταρχοςχειροτέχνημααυτοκρατορικάανεπρόκοβοςπροσωπογραφίααερόφρενοσυνδέωχοντρομάγουλοςκατειργασμένοςμισοχρονήςφιλόπαιςθρονιάζομαιμελιγγίτηςσκανδαλιστικόςηώςεσχατόγηροςενάρθρωσηπρόσρησις




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit