|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово προΐστιο? — — υπαινικτικός — ελασματοβράγχιοι — σθεναρά — τσαγκάρικο — αγερωχία — λαλάω — δικράνα — ψυχιστής — μεγαλήτερος — ακουαρέλα — αιμωδίασις — οχυρωματικός — απομυξίζω — ψυχοφάρμακο — τζανερίκι — ευνοϊκά — σκάσίλα — απόμερο — ιρακινός — τρίπατος — μελισσοκομική |
|||