Новогреческий словарь
εξιδρώνω
εξιδρώνω
1.
выделять пот
;
2.
потеть
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
выделять пот
? —
εξιδρώνω
как на
(ново)греческом
будет слово
потеть
? —
εξιδρώνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
εξιδρώνω
? — выделять пот, потеть
#
(ново)греческий словарь
—
λέτσος
—
φαγεί
—
τρατάρω
—
προσόρμιση
—
κασσιτερίτης
—
τιποτένιος
—
ελευθεροφρονώ
—
φαροφύλακας
—
γνωμιάζω
—
σκοτώνω
—
ανυπομονησιά
—
ραδιοεπικοινωνία
—
εξαλλαγή
—
εκγλυπτικός
—
φτωχοποιώ
—
ακαπίστρωτος
—
ανασπαράσσω
—
ηθικοποιώ
—
τρουχίζω
—
καρυδόπιττα
—
γερανοφόρος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,