|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κατευόδωμα? — — λειτουργικός — ματσάκι — διατοίχηση — νοσηρώς — επιπλέκω — αναδετός — τρίμορφος — οδοντόκονις — τρύπησιά — τσιατάλι — τουλουπάνι — γευτικός — γουρλίζω — πριγκιπόπουλο — ενυδρίδα — προσμετρώ — εγκεφαλικά — ξεμυτώ — σαφρακιασμένος — αποπνέω — ενυπόστατος |
|||