|
το увенчивание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово увенчивание? — επιστεφάνωμα как с (ново)греческого переводится слово επιστεφάνωμα? — увенчивание — αεριστήριος — παρορμάω — ντουλάπι — πλειάδα — μικροχημικός — καρτέρημα — γρασιδότοπος — φηκάρι — επανδρωμένος — γαμπρός — γεράματα — αλπινισμός — σλαυικός — επιφανειακός — υδατογραφώ — επαγωγεύς — απραγματοποίητος — γιορτινά — ανθρωποπάζαρο — έντυπος — παγοκολώνα |
|||