Новогреческий словарь
άχυρο
άχυρο
το
солома
;
===
δέν τρώγω ~α — [phrase]я не дурак, я не простак[/phrase]
;
ζητάω (или γυρεύω) ψύλλους στ' ~α — искать блох, придираться к мелочам
;
από κακό χρεοφειλέτη κι' ένα σακκί ~α — погов. [phrase]с паршивой овцы хоть шерсти клок[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
солома
? —
άχυρο
как с
(ново)греческого
переводится слово
άχυρο
? — солома
#
(ново)греческий словарь
—
ανωφέρεια
—
σταλτικός
—
συμφέρω
—
ξυγκοκέρι
—
δεινοπαθώ
—
δημοπρατήριο
—
μεριά
—
τσαντίλα
—
σπλαχνικός
—
αρτιοδάκτυλος
—
κονταυγή
—
φκειάνω
—
αρωματοποιός
—
ακυβέρνητα
—
πορτογαλλικός
—
φεγγαρένιος
—
επικυριαρχία
—
αιμοβαμμένος
—
νομισματογνώμων
—
ωριμάζω
—
μεταλλαγή
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве