|
ο папа (римский); τό αλάθητον τού πάπα — непогрешимость папы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово папа? — πάπας как с (ново)греческого переводится слово πάπας? — папа — κούκος — ακαταλληλότητα — δασμολογώ — ακριτοεπής — ακραξόνιο — ανάγλυφη — ξενύχτης — χρυσόψαρο — κυκλώνω — ωκεανοπλοϊκός — περιμαζώνω — πορδαλάς — νηπιόθεν — ζαβάδα — εγκεντρίζω — τοσοσδά — αδικώ — βυνοποιία — τσάπα — λαστιχένιος — τρίβομαι |
|||